ἀνέγερσιν

ἀνέγερσιν
ἀνέγερσις
raising up
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρίζω — ΝΜ [χάρις] 1. δίνω, παραχωρώ, δωρίζω (α. «τής χάρισε έναν δίσκο» β. «χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές, να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές», δημ. τραγούδι γ. «τούτους ἡμῖν χάρισον εἰς χαρὰν καὶ ἀνέγερσιν τῶν Ῥωμαίων», Κ Πορφ.) 2. δίνω χάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”